Η απουσία μέτρου, υπευθυνότητας και ψυχραιμίας αποτελεί μόνιμο και σταθερό χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής ζωής εδώ και δεκαετίες. Δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο. Και ενώ θα ανέμενε κανείς η βαθειά κρίση που μαστίζει τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια να λειτουργήσει «παιδαγωγικά» και να συμβάλει θετικά στην αντιμετώπιση αυτής της παθογένειας, δυστυχώς η κατάσταση, αντί να βελτιώνεται, ολοένα και χειροτερεύει. Οι ακραίες αντιδράσεις που συνόδευσαν την «έξοδό» μας στις αγορές, πριν από λίγες μέρες, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Από τη μια πλευρά, κυβερνητικά στελέχη να πανηγυρίζουν διότι «επιστρέψαμε στην... κανονικότητα», «σκίσαμε τα μνημόνια» και «βγαίνουμε από την κρίση». Και, από την άλλη, εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης να κραυγάζουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα... «πολιτικό έγκλημα» και ότι «Σαμαράς και Βενιζέλος χορεύουν επί των ερειπίων της κοινωνίας αγκαλιά με τη Μέρκελ».
ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ, όπως είναι φυσικό, αναρωτιούνται για άλλη μια φορά πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα. Ποιον να πιστέψουν και ποιον όχι; Την κυβερνητική έκρηξη χαράς και αισιοδοξίας ή την... τραγική διαπίστωση του ΣΥΡΙΖΑ ότι «η χώρα πυροβόλησε τα πόδια της»; Το «άσπρο» ή το «μαύρο»; Γιατί βέβαια οι κορυφαίοι της πολιτικής μας σκηνής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μόνον αυτά τα δυο χρώματα χρησιμοποιούν... Αλλες αποχρώσεις δεν υπάρχουν στον λόγο τους. Και στην περίπτωση της πρόσφατης εξόδου της χώρας στις αγορές, απόλυτες και δογματικές προσεγγίσεις δεν χωρούν. Υπάρχουν θετικές και αρνητικές πλευρές.
ΣΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ της κίνησης που έγινε από την ελληνική κυβέρνηση σημειώστε:
• Δανειστήκαμε με υψηλό κόστος. Το επιτόκιο ήταν σχεδόν τριπλάσιο από το αντίστοιχο του μηχανισμού στήριξης και δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας μας.
• Τα κεφάλαια που αντλήθηκαν θα χρησιμοποιηθούν για να πληρωθούν τοκοχρεωλύσια. Δεν κατευθύνονται σε επενδύσεις που θα μπορούσαν να έχουν αναπτυξιακό όφελος. Η πραγματική οικονομία και η κοινωνία θα αργήσουν πολύ να «αισθανθούν» τη σημασία της επιστροφής στις αγορές.
• Ενισχύθηκε η πεποίθηση των δανειστών ότι το μνημόνιο, με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες για τους πολίτες και τα νοικοκυριά, είναι η σωστή συνταγή για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης.
• Το πενταετές ομόλογο και, όπως όλα δείχνουν, οι νέες εκδόσεις που θα ακολουθήσουν υπάγονται στο βρετανικό δίκαιο. Συνεπώς, οι όροι είναι πιο ευνοϊκοί για τους επενδυτές και τα ελληνικά δικαστήρια δεν θα έχουν τη δικαιοδοσία να χειριστούν υποθέσεις αντιδικίας του Δημοσίου με τους κατόχους των τίτλων.
ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ, όπως είναι φυσικό, αναρωτιούνται για άλλη μια φορά πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα. Ποιον να πιστέψουν και ποιον όχι; Την κυβερνητική έκρηξη χαράς και αισιοδοξίας ή την... τραγική διαπίστωση του ΣΥΡΙΖΑ ότι «η χώρα πυροβόλησε τα πόδια της»; Το «άσπρο» ή το «μαύρο»; Γιατί βέβαια οι κορυφαίοι της πολιτικής μας σκηνής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μόνον αυτά τα δυο χρώματα χρησιμοποιούν... Αλλες αποχρώσεις δεν υπάρχουν στον λόγο τους. Και στην περίπτωση της πρόσφατης εξόδου της χώρας στις αγορές, απόλυτες και δογματικές προσεγγίσεις δεν χωρούν. Υπάρχουν θετικές και αρνητικές πλευρές.
ΣΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ της κίνησης που έγινε από την ελληνική κυβέρνηση σημειώστε:
• Δανειστήκαμε με υψηλό κόστος. Το επιτόκιο ήταν σχεδόν τριπλάσιο από το αντίστοιχο του μηχανισμού στήριξης και δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας μας.
• Τα κεφάλαια που αντλήθηκαν θα χρησιμοποιηθούν για να πληρωθούν τοκοχρεωλύσια. Δεν κατευθύνονται σε επενδύσεις που θα μπορούσαν να έχουν αναπτυξιακό όφελος. Η πραγματική οικονομία και η κοινωνία θα αργήσουν πολύ να «αισθανθούν» τη σημασία της επιστροφής στις αγορές.
• Ενισχύθηκε η πεποίθηση των δανειστών ότι το μνημόνιο, με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες για τους πολίτες και τα νοικοκυριά, είναι η σωστή συνταγή για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης.
• Το πενταετές ομόλογο και, όπως όλα δείχνουν, οι νέες εκδόσεις που θα ακολουθήσουν υπάγονται στο βρετανικό δίκαιο. Συνεπώς, οι όροι είναι πιο ευνοϊκοί για τους επενδυτές και τα ελληνικά δικαστήρια δεν θα έχουν τη δικαιοδοσία να χειριστούν υποθέσεις αντιδικίας του Δημοσίου με τους κατόχους των τίτλων.